Πρώτη κατοικία: Αντικίνητρα για την «δικαστική οδό».




s23_280319_akinhta-prostasia




Αυστηρότερο γίνεται το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας για όσους οφειλέτες απορρίψουν την πρόταση που θα κάνει η τράπεζα μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και επιλέξουν να καταφύγουν δικαστικά για τη ρύθμιση του δανείου τους. Αυτό προκύπτει από τα ψιλά γράμματα του νομοσχεδίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας και συγκεκριμένα από το άρθρο 11, που προβλέπει ότι ο δανειολήπτης που δεν θα «συμμορφωθεί» με την πρόταση της τράπεζας θα πρέπει να πληρώνει το 100% της δόσης που του προτάθηκε μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να προστατεύσει την πρώτη κατοικία του μέσω της δικαστικής οδού.
Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται να δοθεί αντικίνητρο σε όσους είτε θέλουν να κερδίσουν χρόνο μεταπηδώντας από την μία διαδικασία στην άλλη είτε δεν αποδειχθούν συνεργάσιμοι και δεν αποδεχθούν την λύση που τους δίδεται μέσω της πλατφόρμας.
Ο νόμος περιλαμβάνει επίσης ασφαλιστικές δικλίδες που θα επιτρέψουν την αποκάλυψη όσων στρατηγικών κακοπληρωτών υπάρχουν στον νόμο Κατσέλη, δηλαδή αυτών που έχουν κάνει αίτηση και έχουν λάβει προσωρινή προστασία της πρώτης τους κατοικίας έως την εκδίκαση της υπόθεσής τους, αλλά δεν πληρούν τα κριτήρια του νόμου.
Οι περιπτώσεις αυτές θα ελεγχθούν εξονυχιστικά από τις τράπεζες, οι οποίες αποκτούν το δικαίωμα να κάνουν χρήση της πλατφόρμας και να διασταυρώσουν όλα τα εισοδηματικά και περιουσιακά του στοιχεία του οφειλέτη.
Με τον τρόπο αυτό, θα μπορέσουν να διαπιστώσουν εάν οι οφειλέτες αυτοί πληρούν τα κριτήρια του νόμου και εάν ορθώς έχουν λάβει προσωρινή προστασία ή αν προσέφυγαν στον νόμο για να κερδίσουν χρόνο έως την οριστική εκδίκαση της υπόθεσής τους.
Να σημειωθεί ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις του νόμου Κατσέλη ξεπερνούν τις 100.000, ενώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, οι δυνητικοί ωφελούμενοι από το νέο πλαίσιο προστασίας μπορεί να φθάσουν τις 150.000.
Κάποιοι από αυτούς έχουν κάνει ήδη αίτηση στον νόμο Κατσέλη και εκτιμάται ότι θα κινητοποιηθούν να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο, αξιοποιώντας τα ευεργετήματα που δίνει ο νόμος, δηλαδή την επιδότηση του Δημοσίου, το ενδεχόμενο «κούρεμα» από την τράπεζα, το ευνοϊκό επιτόκιο (euribor 3μήνου + 2%) και μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής.


Συγκεκριμένα ο νόμος προβλέπει τις εξής περιπτώσεις:
Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, αλλά η αίτησή του απορρίπτεται γιατί δεν πληροί τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια.
Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να καταφύγει δικαστικώς για την ρύθμιση των δανείων του και την προστασία της κατοικίας τους, καταβάλλοντας το 10% της δόσης που του αναλογούσε με βάση την σύμβαση που είχε με την τράπεζα.
Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και η αίτησή του εγκρίνεται ως προς την επιλεξιμότητα. Η τράπεζα του προτείνει την ρύθμιση, αλλά ο δανειολήπτης την απορρίπτει και καταφεύγει στο δικαστήριο για να προστατεύσει την κύρια κατοικία του.
Στην περίπτωση αυτή πρέπει να καταβάλλει το 100% της δόσης που του πρότεινε η τράπεζα.
Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, πληροί τα κριτήρια, αλλά η τράπεζα δεν προτείνει για κάποιον λόγο ρύθμιση.
Ο δανειολήπτης και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να καταφύγει στο δικαστήριο για να επιτύχει προσωρινή προστασία της πρώτης κατοικίας του, αλλά υποχρεούται να πληρώνει το 50% της τελευταίας ρυθμισμένης δόσης που είχε συμφωνήσει με την τράπεζα.
Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και η αίτηση εγκρίνεται, δηλαδή βεβαιώνεται ότι πληροί τα κριτήρια.
Στην περίπτωση αυτή, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στην πλατφόρμα και η οφειλή ρυθμίζεται με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες υποχρεούνται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης να απευθύνουν πρόταση για την ρύθμιση της οφειλής. Αντιστοίχως, ο οφειλέτης έχει διορία ενός μήνα από την λήξη της προθεσμίας υποβολής της πρότασης από την πλευρά του πιστωτή ή των πιστωτών να αποδεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση. Αν η προθεσμία παρέλθει άκαρπη, θεωρείται ότι απέρριψε την πρόταση και η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης λύεται. Οπως προβλέπει το νομοσχέδιο, η αίτηση προς το δικαστήριο πρέπει να υποβληθεί μέσα σε 15 ημέρες από την λήξη της εξωδικαστικής διαδικασίας. Η συζήτηση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα μέσα σε 6 μήνες από την κατάθεση της αίτησης και η απόφαση εκδίδεται σε διάστημα τριών μηνών από την συζήτηση.


Για την προσφυγή στο δικαστήριο ο οφειλέτης θα πρέπει να προσκομίζει όλο το υλικό με βάση το οποίο έκανε αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Το δικαστήριο θα μπορεί να καθορίζει ενιαίο σχέδιο ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη με βάση τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νέος νόμος.
Αρση προστασίας για τους ασυνεπείς
Σε μια προσπάθεια να κάμψει τις επιφυλάξεις των θεσμών και κυρίως της ΕΚΤ για τον κίνδυνο δημιουργίας κουλτούρας ασυνέπειας, το νομοσχέδιο προβλέπει επιπλέον πέναλτι για τις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης απορριφθεί και από την πλατφόρμα και από το δικαστήριο ως μη επιλέξιμος.
Συγκεκριμένα, εάν ο οφειλέτης δεν πληροί τα κριτήρια του νόμου και εκείνος μετά την ηλεκτρονική αίτηση επιμείνει καταφεύγοντας στην δικαστική προστασία και το δικαστήριο κρίνει τον αιτούντα ως μη επιλέξιμο, θα τον υποχρεώσει να πληρώσει ως πέναλτι το 5% της συνολικής οφειλής για την οποία ζήτησε ρύθμιση, με κατώτερο όριο τα 1.500 ευρώ και ανώτερο τις 5.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι το δικαστήριο θα αξιολογήσει τον οφειλέτη που επικαλείται ότι κακώς απορρίφθηκε από την πλατφόρμα και αιτείται την προστασία της πρώτης κατοικίας του, με βάση τα κριτήρια του νέου νόμου.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει επίσης ασφαλιστικές δικλίδες για τις περιπτώσεις που ο οφειλέτης δεν τηρήσει την ρύθμιση.
Ετσι, εάν αθετήσει την καταβολή των δόσεων, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβεί την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, ο οφειλέτης χάνει την προστασία και εκπίπτει της ευνοϊκής ρύθμισης.
Η άρση της προστασίας αφορά τόσο την πρώτη κατοικία όσο και την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, για την οποία η τράπεζα μπορεί να ζητήσει την ρευστοποίησή της.
Σε περίπτωση επίσης κατά την οποία η υπεύθυνη δήλωση περί ακρίβειας των στοιχείων του αποδειχθεί ψευδής και εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, προβλέπονται η ακύρωση της ρύθμισης, η έκπτωση όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν και η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή ο πλειστηριασμός της πρώτης κατοικίας από την τράπεζα.
Με τον ίδιο τρόπο το Δημόσιο ζητεί την επιστροφή της επιδότησης και μάλιστα εντόκως με επιτόκιο 5%.


Kathimerini/Έντυπη έκδοση/ Ευγενία Τζώρτζη






















Σχόλια